- αρειανίζω
- ἀρειανίζω (AM) [αρειανός]είμαι οπαδός της αίρεσης του Αρείου, κλίνω προς την αίρεση του Αρείου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρειανισμός — Αιρετική διδασκαλία του 4ου αι. μ.Χ. σχετικά με τη θεότητα του Ιησού Χριστού. Χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη κρίση στους κόλπους του χριστιανισμού, που συγκλόνισε και συντάραξε βαθύτατα την εκκλησία και την πολιτεία. Ο α. οφείλει την αρχή και τη… … Dictionary of Greek
αρειανιστής — ἀρειανιστής ή ἀρειανίτης, ο (AM) [αρειανίζω] αρειανός* … Dictionary of Greek